επιδεξιοσύνη

επιδεξιοσύνη
και πιδεξιοσύνη, η (Μ ἐπιδεξιοσύνη και πιδεξιοσύνη) [επιδέξιος]
επιδεξιότητα, ικανότητα
νεοελλ.
πονηριά, τέχνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιδεξιοσύνη — επιδεξιοσύνη, η και πιδεξιοσύνη, η η επιδεξιότητα (βλ. λ.): Την τόση επιδεξιοσύνη των ζητιάνων (Καρκαβίτσας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδεξιότητα — η επιτηδειότητα, τέχνη, μαστοριά, καπατσοσύνη, επιδεξιοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”